Ένα μικρό αλλά εκπληκτικό ταξίδι στα Καλάβρυτα που μεγαλώσαμε.

Αφιερωμένο στους ετεροδημότες που θα φτάσουν στην Επαρχία για να ψηφίσουν.Τόσο γλυκιές αναμνήσεις για εμάς τους λίγο μεγαλωμένους που γεννηθήκαμε στην δεκαετία του 60' και πριν.Ένα κείμενο που ανασύρει στην μνήμη μας μισοξεχασμένες λεπτομέρειες, που δίνονται με τέτοιο τρόπο ώστε και χρώμα και μυρωδιές και συναισθήματα προσθέτουν. Είναι ένα απόσπασμα από κείμενο του Χρίστου Φωτεινόπουλου που ξαναπροβάλει την ζωή μας σαν μια καλοστημένη ταινία.Μια ιδιαίτερη ταινία  που στιγμές -στιγμές μας δίνει την ελευθερία να αυτονομηθούμε μέσα της και να ακολουθήσουμε τον δικό μας ρόλο με όπλο τα προσωπικά μας βιώματα.

  Αναπολώντας και νοσταλγώντας κάποιες  εικόνες και σκηνές-αξεθώριαστες της ειρηνικής ζωής της πόλης μου, ο νους ανατρέχει επιλεκτικά στην προ της δεκαετίας του ’70 εποχή. Σ΄εκείνα τα χρόνια που το τραινάκι, ο Οδοντωτός βρισκόταν στο επίκεντρο της οικονομικής και κοινωνικής της ζωής. Τότε, που μια ολόκληρη πολιτεία είχε στραμμένα τα βλέμματά της, διαρκώς και με βουλιμία, προς το σιδηρο δρομικό σταθμό, στον Οδοντωτό τότε που μια ολόκληρη κοινωνία πονοκεφάλιαζε για τον «επιούσιον» – η μόνη, ίσως, έγνοια που την «έτρωγε» -, γιατί της ήταν γραφτό η ζωή της να εξαρτιέται από ένα τραίνο, η επιβίωσή της να κρέμεται από τα «δόντια» του. Επιστρέφει η μνήμη σ” εκείνα τα άγουρα χρόνια που το τραινάκι, για μας τα αξεμυάλιστα παιδιά, φάνταζε παιχνίδι κι αρκούσε ένα σινιάλο-το σφύριγμά του για να ξεχυθούμε προς το σταθμό με ζωηρόχρωμες κραυγές-κατά τσούρμο – για να το προϋπαντήσουμε και να υποδεχτούμε, να το περιεργαστούμε με τα αδιάκριτα μάτια μας, αλλά και να ονειρευτούμε το δικό μας ταξίδι… της ζωής μας τη φυγή…

Εκείνα τα χρόνια το τραινάκι, χωρίς υπερβολή, ήταν το ρολόι της πόλης, όπως παλιότερα ο ήλιος κι η καμπάνα της εκκλησιάς. Η πόλη ξυπνούσε και κοιμόταν με ωροδείκτες τα δρομολόγια του Οδοντωτού. Επί έναν σχεδόν αιώνα και ελλείψει οδικών αρτηριών και άλλων μεταφορικών μέσων, το τραινάκι αποτελούσε τη μόνη διέξοδο της πόλης προς τον έξω κόσμο και μονοπωλούσε το διαμετακομιστικό εμπόριο της περιοχής. Ο δε Σταθμός είχε καταστεί για πολλές δεκαετίες το κυριότερο οικονομικό κέντρο της καθημερινής ζωής της πόλεως.

Το σφύριγμά του από του Αλήμπεη ανήγγειλε τον ερχομό του, κατάφορτο με εμπορεύματα, με ταξιδιώτες και με νέα, με ειδήσεις. Ο σταθμός πλημμύριζε κόσμο. Άλλοι περίμεναν κάποιον, άλλοι περίμεναν πραμάτειες, άλλοι πήγαιναν χωρίς ιδιαίτερο λόγο, μόνο για να χαρούν κι όλοι για να μάθουν, να πληροφορηθούν. Ο ερχομός του ήταν το γεγονός της ημέρας! Η πόλη ξεδίψαγε. Ο «Μουτζούρης» – Οδοντωτός ανάθρεφε μια ολόκληρη πολιτεία.

 

Κι αν καμιά φορά καθυστερούσε στο ραντεβού του, ειδικά τα βράδια, η είδηση από στόμα σε στόμα μεταδιδόταν αστραπιαία, και όλους τους καταλάμβανε νευρική αδημονία. Η πόλη δεν ησύχαζε, παρά μόνο όταν έφτανε με ασφάλεια και «κούρνιαζε» στη φωλιά του, στο μηχανοστάσιο.

Ο σιδηροδρομικός σταθμός, που είχε οικοδομηθεί έξω από την π όλη, δεν άργησε να μετατραπεί σε μια ζωντανή και πολύβουη εστία και να ζώνεται από κατοικίες αλλά και από διάφορους επιτηδευματίες. Απ” αυτό το πολύχρωμο «ζωνάρι» όλοι έχουν κάτι να αναθυμούνται νοσταλγικά. Από τη μια μεριά, προς την πλευρά του Γυμνασίου, ποιος δε θυμάται: το Χάνι του Στάθη του Ζαχλωρίτη και των αδελφάδων του με το παρακείμενο χωράφι, όπου πραγματοποιείτο και η μεγάλη ζωοπανήγυρη στις αρχές Σεπτέμβρη, τη 

μάντρα οικοδομικών υλικών του ταξιτζή Μήτσου Κοσμόπουλου, με το κυριλέ Media Luz στο ισόγειο του νεόκτιστου σπιτιού του, το Σαμαράδικο του παραμυθατζή Πάνου του «Ληστή», την Ταβέρνα του Βασίλη του Πετρόπουλου με τη γνωστή «καθαριότητα» της γυναίκας του, το φαναρτζίδικο του συμπαθητικού και καλοκάγαθου μπαρμπα -Θανάση του Μπράνη, το Περίπτερο του καλόβολου κυρ-Μιχάλη, το Οινομαγειρειο- παντοπωλείο «Λίγα απ΄ όλα» του Κουτσομίχαλου με τα καλομαγειρεμένα φαγητά της κυρά-Κατερίνης και την ψησταριά «Τα” Αηδόνια» των Γουταίων με το μπεκρήδικο κοκορέτσι και το πιπεράτο σπληνάντερο;

 

Και από την άλλη μεριά, προς την πλευρά του χειμάρρου «Ξυδιά», ποιος δε θυμάται: το συνεταιρικό Παντοπωλείο του Αναστασοβίτη- Παναγιωτόπουλου, την ποτοποιία του Λεωνίδα του Ρο δόπουλου με τις εύγεστες λεμονάδες «από λεμόνι», και πιο πέρα το ξενοδοχείο «Παράδεισος» του Βασίλη του Λερούνη, το Γαλακτο-ζαχαροπλαστείο του Γρι-Γρι με τις νόστιμες τυρόπιττες και το φρέσκο γαλακτομπούρεκο, το κατάστημα ειδών ζαχαροπλαστικής και Λαϊκής τέχνης του Μήτσου του Σαρματζόπουλου, τη μάντρα οικοδομών του Βασίλη του Ασημακόπουλου, το χειμερινό και θερινό κινηματογράφο του Κώστα του Τζουρά και το καταπράσινο από δέντρα και λουλούδια αλσύλλιο του σταθμού με το σιντριβάνι, τα παγκάκια και τη θεατρική ορχήστρα, το πολυάριθμο παιδομάνι του Δημοτικού Σχολείου, την Παιδική Χαρά με τα αιωνόβια δέντρα: πεύκα και πλατάνια, που «ασπάζονταν» το κτίριο του σταθμού, τα σαλιγκαροειδή λεωφορεία του Πρόγκα και του Μπουρή που μαζί με τους καταϊδρωμένους ακαμάτηδες των Καλαβρύτων έβρισκαν καταφύγιο στο δροσερό ίσκιο τους;

Κι όταν καταλάγιαζε η βουή κι έπεφτε το δείλι, σήμαινε η ώρα της παρέας, της συντροφιάς. Πρώτοι και καλύτεροι ξεπόρτιζαν οι ρομαντικοί, οι λάτρεις της πεζοπορίας, συνήθως μεσόκοποι, για ένα περίπατο στις γραμμές μέχρι τα” Αλήμπεη για ένα ξεθόλωμα του νου από τις έγνοιες της καθημερινότητας. Ακολουθούσαν οι ερωτόπληκτοι και ερωτοπλανταγμένοι που φώλιαζαν στα παγκάκια του σταθμού και τιτίβιζαν τα ερωτόλογα της νιότης, πριν ανοίξουν φτερά και πετάξουν, πριν αποδημήσουν… Και φυσικά το πέρασμα-στέκι του σταθμού δεν παρέλειπαν να επισκεφτούν και οι ασκόπως περιτριγυρίζοντες ολημερίς την αγορά, οι άκακοι, οι «αγαθοί» σουλατσαδόροι… Άλλες εποχές, ρομαντικές, ανθρώπινες που παρήλθαν ανεπιστρεπτί... Με το σφύριγμα-αναγγελία, λοιπόν, του ερχομού του τραίνου, όλη η πόλη αλαφιαζόταν, ανασκουμπωνόταν. Όλοι κάτι προσδοκούσαν. Οι περισσότεροι, χαμάληδες, αχθοφόροι, καραγωγείς, ταξιτζήδες, έμποροι, ξενοδόχοι, μόνη έγνοια είχαν το μεροκάματο…  Γι”  αυτό έτρεμαν στην ιδέα μήπως και δε το πετύχουν. Είχαν στόματα να θρέψουν. Ανάμεσά τους οι συμπαθητικές και αξέχαστες φυσιογνωμίες: του Σκαμπαρδώνη, του Τάσου, του Λουκά, του Χότζα, του Γιώργη του Ρεκούτη, του Αργύρη του Φερλελή, του Λούη, του Χρύσανθου, του Χ. Αντωνόπουλ ου, του Γ. Θανόπουλου, της κυρά Θεοδώρας του Ξενοδοχείου «Μαρία» και του κυρ- Φίλιππα του «Χελμού»-συνοδεία του Ντικ, αλλά και του μπαρμπα-Κώστα του Μαυρούλια, του «Λαύρα», που προσπαθούσε να οδηγήσει στο πανδοχείο του κανένα σακκιδιοφόρο αλλοδαπό τουρίστα. Φαινόταν όμως πιο τυχερός ο Πάνος ο Μοριάς – άσχετος με το επάγγελμα αλλά πιο ειδικός στο «άθλημα» και άρτι επανακάμψας εκ της Γερμανίας -, που παραμόνευε και προσφερόταν να φιλοξενήσει στο σπίτι του κατά προτίμηση Γερμανίδες τουρίστριες, συνήθως ξέμπαρκες, αφού τις ξεναγούσε πριν στα γνωστά κρασοπουλειά. Αμοντάριστες σκηνές απείρου κάλλους!

Αλλά κι ο νιόπαντρος ο Γιάννης ο Γέρος από το Αναψυκτήριο του Σταθμού μαζί με τη γυναίκα του Κατίνα παλεύουν τούτη τη δύσκολη περίοδο να σταθούν στα πόδια τους. Την ημέρα, ο Γιάννης, αν δεν τον πιάνουν οι αναποδιές του, προσφέρει παγωμένο ουζάκι με πλούσια και νόστιμη ποικιλία, ενώ το βράδυ ψήνει και σερβίρει νόστιμα σουβλάκια φτιαγμένα από ντόπιο κρέας, που του το προμηθεύει από το χοιροστάσιό του ο πονόψυχος Μιχάλης Γλαράκης, ο αυτοδίδακτος ζωγράφος μας.

Από κοντά κι η κυρά-Γεωργία, η μάνα του Γιάννη, που εγκατέλειψε το κουβάλημα του κάρβουνου με τα ζώα της από τα μεταλλεία της περιοχής για να γίνει καθαρίστρια. Σαρώνει και πλένει τραίνα και σταθμό. Πασχίζει να διατηρεί σε καθαριότητα όλους τους χώρους. Αλλά μονίμως γκρινιάζει… καταριέται την τύχη του…

 

 

Ο  Χρήστος Φωτεινόπουλος είναι διευθυντής του Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος [http://www.dmko.gr/] θεολόγος  και τέως Λυκειάρχης του Λυκείου Καλαβρύτων.

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ:  περιοδικό «Επι-κοινωνείν» [http://www.epikoinonein.gr/media/x8essimera.pdf].

Προσθήκη νέου σχολίου

Το περιεχόμενο αυτού του πεδίου παραμένει ιδιωτικό και δε θα εμφανίζεται δημόσια.
  • Επιτρεπόμενες ετικέτες HTML: <a href hreflang> <em> <strong> <cite> <blockquote cite> <code> <ul type> <ol start type> <li> <dl> <dt> <dd> <h2 id> <h3 id> <h4 id> <h5 id> <h6 id>
  • Αυτόματες αλλαγές γραμμών και παραγράφων.
  • Οι διευθύνσεις ιστοσελίδων και οι διευθύνσεις email μετετρέπονται σε συνδέσμους αυτόματα.
CAPTCHA
4 + 5 =
Solve this simple math problem and enter the result. E.g. for 1+3, enter 4.