Τάκης Χριστοδούλου: Οι απαιτήσεις της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο και τις γερμανικές αποζημιώσεις είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες;;;

Oι απαιτήσεις της Ελλάδας για τις κάθε είδους αποζημιώσεις των θυμάτων του γερμανικού στρατού κατοχής είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες .Ειδικώς ως προς τις ως άνω αποζημιώσεις, οι σχετικές απαιτήσεις αφενός δεν έχουν παραγραφεί.Και, αφετέρου, βρίσκουν στέρεο έρεισμα σε συγκεκριμένες διατάξεις του διεθνούς δικαίου, ιδίως δε σε διατάξεις της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907.”

( ; ; )

Ο Εξοχότατος Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Επίτιμος Δημότης Καλαβρύτων και συμφοιτητής μου από το ΄68 στη Νομική Σχολή Αθηνών, Προκόπης Παυλόπουλος, στην ομιλία που εκφώνησε στις 13 Δεκεμβρίου 2018 στα Καλάβρυτα είπε :

  

Τρία χρόνια μετά το πρώτο μου προσκύνημα σ' αυτόν τον μαρτυρικό τόπο, τα Καλάβρυτα, υπενθυμίζω την δέσμευση που ανέλαβα τότε ενώπιόν σας:

Οι μνήμες που αναβλύζουν από το ιερό Θυσιαστήριο των Καλαβρύτων μου στέλνουν, υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, το πραγματικό μήνυμα του μαρτυρικού δήμου Καλαβρύτων: Μου επιβάλλουν το, αυτονόητο βεβαίως κατά την ιστορία μας και τον πολιτισμό μας, Εθνικό Χρέος να μην υποστείλω την σημαία της δικαίωσης των Σεπτών Θυμάτων του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων, ιδίως εκπέμποντας και υπηρετώντας, όπου δει, το διπλό μήνυμα: Δεν ξεχνάμε. Ποτέ ξανά.

Αποτελεί ιστορική διαπίστωση που και η ίδια η Γερμανία συνομολογεί πλέον -και αυτό την τιμά ως εύγλωττο δείγμα συγγνώμης- ότι στα Καλάβρυτα συντελέσθηκε, στις 13 Δεκεμβρίου 1943, μεσ' από βάρβαρη σφαγή και ανελέητη καταστροφή, το μεγαλύτερο και απεχθέστερο έγκλημα πολέμου στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, από τον γερμανικό στρατό κατοχής.

Υπό τα δεδομένα αυτά το δεύτερο μήνυμα, που συμπυκνώνεται στο 'Ποτέ ξανά', σημαίνει πως από τα μαρτυρικά Καλάβρυτα εμείς, οι Έλληνες, στέλνουμε urbi et orbi την προειδοποίηση ότι οφείλουμε όλοι να διδασκόμαστε από το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων

Το μήνυμα 'Δεν ξεχνάμε', δεν εμπεριέχει, κατ' ουδένα τρόπο, αισθήματα εκδίκησης για το έγκλημα πολέμου που αιματοκύλησε τα Καλάβρυτα αφού, πέραν του ότι καμιά τέτοια θυσία δεν αποτιμάται σε χρήμα, η εκδίκηση είναι αίσθημα άγνωστο στην ιστορία και τον πολιτισμό του έθνους των Ελλήνων.

Όλως αντιθέτως, αποτελεί αυτονόητη υποχρέωσή μας, στην μνήμη των θυμάτων, να επιδιώκουμε την απαρέγκλιτη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, ως στοιχειώδες δείγμα γραφής για την τελική γενικευμένη επικράτηση του δικαίου και της νομιμότητας.

Διότι δίχως την επικράτησή τους,υπάρχει ο κίνδυνος Ολοκαυτώματα, όπως αυτό των Καλαβρύτων, έστω και υπό άλλη μορφή, να διαπραχθούν μελλοντικώς.

Υπό τα δεδομένα αυτά έχω τονίσει εδώ και καιρό, και εμμένω πάντα στην διαπίστωσή μου αυτή, ότι οι απαιτήσεις της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο και τις κάθε είδους αποζημιώσεις των θυμάτων του γερμανικού στρατού κατοχής είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες .

Ειδικώς ως προς τις ως άνω αποζημιώσεις, οι σχετικές απαιτήσεις αφενός δεν έχουν παραγραφεί.

Και, αφετέρου, βρίσκουν στέρεο έρεισμα σε συγκεκριμένες διατάξεις του διεθνούς δικαίου, ιδίως δε σε διατάξεις της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907.

Αρα το να μην ξεχνάμε και να υπερασπιζόμαστε, υπό τις ως άνω προϋποθέσεις, τα δικαιώματα των θυμάτων του γερμανικού στρατού κατοχής είναι αποστολή, η οποία υπηρετεί όχι μόνον τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων αλλά και την έννομη τάξη και τον πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους τα Καλάβρυτα μου δείχνουν, για μιάν ακόμη φορά, τον δρόμο της αποστολής και του χρέους.

Να είσθε βέβαιοι ότι, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θα τον ακολουθήσω, δίχως παρεκκλίσεις και εκπτώσεις.

Το οφείλω στον τόπο μας, το οφείλω στην μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια, το οφείλω κυρίως στις αρχές και τις αξίες που πρέπει, εμείς οι Έλληνες, να υπηρετούμε ως ηθική -και όχι μόνον- συμβολή μας στην πορεία της ανθρωπότητας, έναντι των πολλαπλών, υπαρξιακών, προκλήσεων που αντιμετωπίζει και θ' αντιμετωπίσει στο μέλλον.

 

Καλοδεχούμενα τα λόγια του.

Ομως:

Καλό είναι να  σταθμίσουμε και να ξέρουμε πόσο εφαρμόσιμη και  είναι η φράση : «οι απαιτήσεις της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο και τις κάθε είδους αποζημιώσεις των θυμάτων του γερμανικού στρατού κατοχής είναι νομικώς ενεργές και δικαστικώς επιδιώξιμες» που συμπληρώνεται με την φράση : “ Ειδικώς ως προς τις ως άνω αποζημιώσεις, οι σχετικές απαιτήσεις αφενός δεν έχουν παραγραφεί. Και, αφετέρου, βρίσκουν στέρεο έρεισμα σε συγκεκριμένες διατάξεις του διεθνούς δικαίου, ιδίως δε σε διατάξεις της Δ΄ Σύμβασης της Χάγης του 1907. “

Το πρόβλημα δεν είναι ότι  στερούνται νομικής βάσης οι αξιώσεις  των θυμάτων για αποζημιώσεις από το Γερμανικό Δημόσιο και ούτε  τίθεται θέμα παραγραφής των .

Το πρόβλημα είναι στο πως γίνεται στην πράξη να επιδιωχθούν δικαστικά αυτές.

Γνωρίζουμε πλέον  όλοι , οτι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι είναι αναρμόδια τα Ελληνικά Δικαστήρια να εκδικάσουν τέτοια αιτήματα κατα του Γερμανικού Δημοσίου .

Επίσης γνωρίζουμε,  ότι και το Διεθνές Δικαστήριο  της Χάγης, έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα της ετεροδικίας στο  Γερμανικό Δημοσιο .

Ίσως, όμως να μη γνωρίζετε ότι την ίδια θέση έχει και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Και μάλιστα  σε υπόθεση Καλαβρυτινών Θυμάτων .

Γυρίζω 12 χρόνια πίσω, στο έτος 2006 και σας παραθέτω σχετική επιστολή μου:

 

Αθήνα 29 Σεπτεμβρίου 2006

 

ΠΡΟΣ

1.    ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΡΟΓΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ

2.    ΤΟΝ ΣΥΛΛΟΓΟ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΡΟΓΙΤΩΝ

 

Ανταποκρίθηκα στην εντολή που μου αναθέσατε να παρακολουθήσω την δίκη που διεξήχθη στις 28.9.2006 στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Λουξεμβούργο και αφορούσε στην υπόθεση των αξιουμένων αποζημιώσεων για τις καταστροφές που προκάλεσαν σε ανθρώπινο πληθυσμό και σε περιουσίες, τα στρατεύματα της Γερμανικής Κατοχής τον Δεκέμβριο 1943 στα Καλάβρυτα, Ρογούς, Κερπινή κλπ.

Την δίκη παρακολούθησε για λογαριασμό των θυμάτων των Καλαβρύτων ο Δήμαρχος κ. Θανάσης Παπαδόπουλος , ο οποίος είναι και πρόεδρος του Δικτύου 50 περίπου  ελληνικών μαρτυρικών πόλεων που υπέστησαν καταστροφές από τα ναζιστικά στρατεύματα , η δε αίθουσα ήταν κατάμεστη από Ευρωπαίους νομικούς και φιλειρηνιστές, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να πληροφορηθούν για τις νομικές πτυχές της υποθέσεως.

Η υπόθεση που εκδικάστηκε , αφορούσε σε ερώτημα που υπέβαλε το Εφετείο Πατρών στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αν στα πλαίσια του Κοινοτικού Δικαίου - μιας και η Ελλάδα και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας , είναι μέλη της Ευρωπαϊκης  Ενωσης - μπορούν οι οι Καλαβρυτινοί και όσοι άλλοι Έλληνες πολίτες έχουν αξιώσεις κατά του Γερμανικού Δημοσίου λόγω των εγκληματικών πράξεων που τέλεσαν τα όργανά του ( Κυβέρνηση, στρατός κλπ ) σε βάρος αυτών και των οικείων τους , να ζητήσουν να εκδικαστούν οι αγωγές τους στα Ελληνικά Δικαστήρια.

Είναι γνωστό, ότι ο Άρειος Πάγος και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχουν αποφανθεί ότι δεν είναι αρμόδια τα Ελληνικά Δικαστήρια να εκδικάσουν τέτοιου είδους υποθέσεις.

Με βάση αυτό το σκεπτικό , το Πρωτοδικείο Καλαβρύτων απέρριψε αγωγές Καλαβρυτινών.

Μια από τις αγωγές αυτές προσβλήθηκε στο Εφετείο Πατρών.

Το νομικό χειρισμό της υποθέσεως αυτής, όπως και  πολλών άλλων, έχει ο έγκριτος δικηγόρος κ. Γιάννης Σταμούλης, ο οποίος είναι αυτός που κατά βάση έχει ανακινήσει το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων μέσω της δικαστικής οδού.

Στην συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση ,  πολύ εύστοχα οδηγήθηκε το Εφετείο Πατρών να δει την υπόθεση από την οπτική γωνία το δικαίου που επικρατεί στη Ευρωπαϊκή Ένωση, γιατί μέχρι τότε η υπόθεση των αποζημιώσεων εξεταζόταν από  πλευράς διεθνούς δικαίου, ανεξάρτητου αυτού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα Ελληνικά Δικαστήρια θεωρούσαν ότι είναι αναρμόδια να επιληφθούν.

Την θέση των Καλαβρυτινών ότι είναι αρμόδια τα Ελληνικά Δικαστήρια να εκδικάσουν τις αξιώσεις τους κατά του Γερμανικού Δημοσίου, τις υποστήριξαν με νομική αρτιότητα και πληρότητα ο κ. Γιάννης Σταμούλης και ο κ. Λάου, Ιταλός δικηγόρος γερμανικής καταγωγής. Σημειωτέον ,την προηγούμενη της δίκης πραγματοποιήθηκε σύσκεψη των παραπάνω στην οποία συμμετείχα με τον κ. Θαν. Παπαδόπουλο για την επιχειρηματολογία που θα αναπτυσσόταν.

Αντίθετες θέσεις υποστήριξαν οι νομικοί εκπρόσωποι γερμανικού Δημοσίου και της Κομισιόν.

Η νομική εκπρόσωπος της Κομισιόν ήταν Ελληνίδα.

Υπέρ των Ελληνικών θέσεων άσκησε παρέμβαση το Κράτος της Πολωνίας, ενώ υπέρ των Γερμανικών θέσεων άσκησαν παρέμβαση τα κράτη της Ιταλίας και της Ολλανδίας.

Οι Γερμανοί παραδέχονται άτι εγκλημάτησαν στα Καλάβρυτα , αλλά αρνούνται ότι πρέπει να καταβάλουν αποζημιώσεις και μάλιστα υποχρεούμενοι από Ελληνικά Δικαστήρια.

Έχουν διαφύγει να το κάνουν σε επίπεδο πιέσεως από το Ελληνικο Κράτος, έχουν αποφύγει να το κάνουν σε επίπεδο εφαρμογής των διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου που πέτυχαν στον Άρειο Πάγο και τώρα δίνουν μια ακόμη μάχη σε νομικό επίπεδο να αποφύγουν να ελεγχθούν από τα Ελληνικά Δικαστήρια.

Δεν μπορώ να προδικάσω ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της δίκης που θα ανακοινωθεί στις 8 Νοεμβρίου 2006.

Τα εκατέρωθεν επιχειρήματα έχουν νομική βαρύτητα.

Η διαφορά είναι, ότι τα δικά μας έχουν και ψυχή , ενώ τα αντίθετα εκφράζονται με ξύλινη γλώσσα.

Όπως ξέρετε , πολλές φορές το νομικό δίκαιο , δεν ανταποκρίνεται με το περί δικαίου αίσθημα που έχουμε.

Έφυγα από το δικαστήριο με το παράπονο ότι οι Γερμανοί,  ως κοινοτικοί εταίροι μας, οι οποίοι έχουν στην χώρα μας τα δικαιώματα του Έλληνα Πολίτη θα έπρεπε ασυζητητί να δεχθούν το δικαίωμα των ελληνικών δικαστηρίων να δικάσουν τα αιτήματα των αποζημιώσεων για τα φρικτά εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τις στρατιωτικές τους δυνάμεις και να τιμήσουν τον νομικό μας πολιτισμό, ο οποίος σημειωτέον στηρίζεται κατά μέγιστο μέρος στον δικό τους νομικό δίκαιο.

Η ευχή μου είναι, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της δίκης, να εκφραστεί έμπρακτα στα Καλάβρυτα η φιλία, η συναδέλφωση και το Κοινοτικό Ιδεώδες.

Πρακτικά,  υπάρχουν δυνατότητες ώστε ο Γερμανικός λαός που παραδέχεται ότι αισθάνεται ντροπή και θλίψη για τα εγκλήματα του χιτλερικού φασισμού.  να συμβάλει στην ανασυγκρότηση και την πρόοδο των Καλαβρύτων .

Αυτό βέβαια,   είναι θέμα έκφρασης κοινής αντίληψης και επιθυμίας για μια τέτοια προοπτική.

 

ΤΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ


 

 

Ποιά ήταν η υπόθεση :

 

 

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

D. DÁMASO RUIZ-JARABO COLOMER

της 8ης Νοεμβρίου 2006 1(1)

Υπόθεση C-292/05

Ειρήνη Λεχουρίτου

Βασίλειος Καρκούλιας

Γεώργιος Παυλόπουλος

Παναγιώτης Μπράτσικας

Δημήτριος Σωτηρόπουλος

Γεώργιος Δημόπουλος

κατά

Δημοσίου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

[αίτηση του Εφετείου Πατρών για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Σύμβαση των Βρυξελλών – Πεδίο εφαρμογής – Αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα κατά συμβαλλόμενου κράτους προς αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσαν οι ένοπλες δυνάμεις του κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου εντός άλλου συμβαλλόμενου κράτους – Ετεροδικία των κρατών»

I –    Εισαγωγή

 

1.        «Ο πόλεμος αυτός υπήρξε ένας παρατεταμένος αγώνας, κατά τη διάρκεια του οποίου επισωρεύθηκαν τόσες συμφορές στην Ελλάδα όσες ποτέ άλλοτε: ουδέποτε αλώθηκαν και ισοπεδώθηκαν τόσες πόλεις […]· ουδέποτε έλαβαν χώρα τόσοι εκτοπισμοί και τόσες σφαγές […]». Με τον τρόπο αυτό ο Θουκυδίδης περιέγραφε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο τον πέμπτο προ Χριστού αιώνα (2), αποτιμώντας γλαφυρά τις καταστροφές οποιασδήποτε πολεμικής συρράξεως τόσο για τους ηττημένους όσο και για τους νικητές.

2.        Οι διάφορες μορφές τέχνης έδωσαν σάρκα και οστά στις ολέθριες συνέπειες των αντιπαραθέσεων. «Οι συμφορές του πολέμου», η γνωστή σειρά των ογδόντα δύο χαρακτικών έργων που συνέθεσε ο Γκόγια μεταξύ 1810 και 1820, είναι αποκαλυπτικές της δυστυχίας που συνεπάγονται οι ρήξεις, τα εγκλήματα, τα βασανιστήρια, καθώς και του αντικτύπου τους στον άνθρωπο· στυφές μαρτυρίες καρυκευμένες με αισιοδοξία που αποτελούν κοινωνικό χρονικό ισχυρής ειρηνόφιλης τάσης. «Ο τυφεκισμός των τριών μάγων», επίσης του Γκόγια, ή ο «Guernica» του Πικάσο είναι επίσης δείγματα των αισθημάτων που εμπνέουν στους μεγαλοφυείς αυτούς ζωγράφους τέτοιες αναφλέξεις που συνοδεύονται από το βαρύ φορτίο της εξόντωσης και της εξολόθρευσης.

3.        Μετά από έτη, συγκεκριμένα το 1859, ο Ελβετός φιλάνθρωπος Henry Dunant διέσχισε τη Λομβαρδία, που είχαν ερημώσει τότε αίμα και πυρ, έφθασε στο Solferino αργά μετά από μια αιματηρή μάχη και διαπίστωσε έντρομος ότι χιλιάδες τραυματισμένοι στρατιώτες έκειντο ακρωτηριασμένοι, εγκαταλελειμμένοι, αβοήθητοι και καταδικασμένοι σε βέβαιο θάνατο. Από την τρομερή εικόνα που αντίκρισε γεννήθηκε η ιδέα της ιδρύσεως του Ερυθρού Σταυρού.

4.        Ομοίως, και στο νομικό πεδίο έγινε αισθητός ο ολέθριος αντίκτυπος των ενόπλων συγκρούσεων. Στην περίπτωση της κύριας δίκης, ορισμένοι Έλληνες πολίτες ζήτησαν από πρωτοδικείο της χώρας τους να υποχρεώσει τη Γερμανία να καταβάλει αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσαν τα στρατεύματά της σε ένα τραγικό συμβάν κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

5.        Το Εφετείο Πατρών ερωτά το Δικαστήριο αν η επίδικη διαφορά διέπεται, ως εκ της φύσεως της υποθέσεως, από τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (3), γνωστή ως Σύμβαση των Βρυξελλών· ερωτά περαιτέρω αν το προνόμιο της ετεροδικίας των κρατών συμβιβάζεται με το σύστημα της Συμβάσεως.

6.        Τα ερωτήματα υποβάλλονται πεπλανημένως βάσει του άρθρου 234 ΕΚ, ενώ το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύει την εν λόγω Σύμβαση όχι βάσει του ανωτέρω κανόνα, αλλά βάσει του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 (4). Πάντως, η σχετική πλάνη στερείται λυσιτελείας, δεδομένου ότι το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου, όπως υπενθυμίζει η Γερμανική Κυβέρνηση, παρέχει στο Εφετείο τη δυνατότητα να ζητήσει την έκδοση προδικαστικών αποφάσεων σχετικά με την ερμηνεία της Συμβάσεως.

……………

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 15ης Φεβρουαρίου 2007 (*)

«Σύμβαση των Βρυξελλών – Άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος – Πεδίο εφαρμογής – Αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Έννοια – Αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα εντός συμβαλλόμενου κράτους από τους έλκοντες δικαιώματα εκ των θυμάτων σφαγών εν πολέμω κατ’ άλλου συμβαλλόμενου κράτους λόγω ενεργειών των ενόπλων δυνάμεών του»

Στην υπόθεση C-292/05,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του Πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, υποβληθείσα από το Εφετείο Πατρών με απόφαση της 8ης Ιουνίου 2005, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Ιουλίου 2005, στο πλαίσιο της δίκης


 

Ειρήνη Λεχουρίτου,Βασίλειος,Καρκούλιας,ΓεώργιοςΠαυλόπουλος,

Παναγιώτης Μπράτσικας,Δημήτριος Σωτηρόπουλος,

Γεώργιος Δημόπουλος

κατά

Δημοσίου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Schintgen (εισηγητή), J. Klučka, R. Silva de Lapuerta και J. Makarczyk, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Σεπτεμβρίου 2006,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        οι Ε. Λεχουρίτου, Β. Καρκούλιας, Γ. Παυλόπουλος, Π. Μπράτσικας, Δ. Σωτηρόπουλος και Γ. Δημόπουλος, εκπροσωπούμενοι από τους Ι. Σταμούλη, δικηγόρο, και J. Lau, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Wagner, επικουρούμενο από τον B. Heß, καθηγητή,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον G. Aiello, avvocato dello Stato,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. G. Sevenster και τον M. de Grave,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Nowakowski,

–        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τις M. Κοντού-Durande και A.-M. Rouchaud-Joët,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Νοεμβρίου 2006, εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1 της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (EE 1982, L 388, σ. 7), όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (EE 1982, L 388, σ. 20), με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας (EE 1982, L 388, σ. 1) και με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας (ΕΕ 1989, L 285, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).

2        Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Ε. Λεχουρίτου, Β. Καρκούλια, Γ. Παυλόπουλου, Π. Μπράτσικα, Δ. Σωτηρόπουλου και Γ. Δημόπουλου, Ελλήνων υπηκόων, κατοίκων Ελλάδας, εναγόντων και ήδη εφεσειόντων στην κύρια δίκη, και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, με αντικείμενο την επιδίκαση αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν εκ των ενεργειών των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, θύματα των οποίων υπήρξαν οι γονείς τους, όταν η Ελλάδα τελούσε υπό κατοχή κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

 Η υπόθεση της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Όπως προκύπτει από τη δικογραφία που διαβίβασε στο Δικαστήριο το αιτούν δικαστήριο, η υπόθεση της κύριας δίκης ανάγεται στη σφαγή αμάχων από στρατιώτες των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, η οποία διαπράχθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1943 και θύματα της οποίας υπήρξαν 676 κάτοικοι του Δήμου Καλαβρύτων.

10      Οι εφεσείοντες της κύριας δίκης άσκησαν, κατά τη διάρκεια του 1995, αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καλαβρύτων αιτούμενοι την εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας καταβολή αποζημιώσεων προς αποκατάσταση των περιουσιακών ζημιών, καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ψυχικής οδύνης που τους προξένησαν οι ενέργειες των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.

11      Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Καλαβρύτων απέρριψε το 1998, με ερήμην, λόγω μη εμφανίσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, απόφασή του, την αγωγή με το αιτιολογικό ότι τα ελληνικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας προς εκδίκασή της ως εκ του ότι το εναγόμενο αλλοδαπό Δημόσιο, ως κυρίαρχο κράτος, απολαμβάνει του προνομίου της ετεροδικίας σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, του ελληνικού κώδικα πολιτικής δικονομίας.

12      Τον Ιανουάριο του 1999, οι ενάγοντες άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως ενώπιον του Εφετείου Πατρών, το οποίο, αφού έκρινε κατά τη διάρκεια του 2001 ότι η έφεση ήταν τύποις παραδεκτή, ανέστειλε τη διαδικασία μέχρις ότου το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αποφανθεί, στα πλαίσια παράλληλης υποθέσεως, επί της ερμηνείας των κανόνων του διεθνούς δικαίου σε θέματα ετεροδικίας κυριάρχου κράτους και επί του νομικού χαρακτηρισμού τους ως γενικώς παραδεδεγμένων από τη διεθνή κοινότητα κανόνων.

    Στην υπόθεση εκείνη επρόκειτο ειδικότερα για το ερώτημα, αφενός, αν συνιστά γενικώς παραδεδεγμένο κανόνα του διεθνούς δικαίου η διάταξη του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την ετεροδικία των κρατών –η οποία υπογράφηκε στη Βασιλεία στις 16 Μαΐου 1972 αλλά της οποίας η Ελληνική Δημοκρατία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος– δυνάμει της οποίας «[σ]υμβαλλόμενο κράτος δεν μπορεί να επικαλεστεί την ενώπιον δικαστηρίου άλλου συμβαλλόμενου κράτους ετεροδικία οσάκις η δίκη άπτεται της αποκαταστάσεως σωματικής ή υλικής ζημίας, απόρροιας γεγονότος επελθόντος στο έδαφος του κράτους του forum, ο δε υπαίτιος της ζημίας ευρισκόταν εκεί κατά τον χρόνο επελεύσεως του γεγονότος αυτού».

      Αφετέρου, τέθηκε επίσης το ερώτημα αν η σχετική εξαίρεση από την ετεροδικία των συμβαλλομένων κρατών καταλαμβάνει, σύμφωνα με διεθνές έθιμο, αξιώσεις αποζημιώσεων για αδικήματα τελεσθέντα στα πλαίσια ένοπλης συρράξεως, αλλά πλήξαντα άτομα περιορισμένου κύκλου και συγκεκριμένου τόπου τα οποία δεν είχαν σχέση με τις ένοπλες συρράξεις και δεν μετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις.

13      To Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκρινε συναφώς το 2002, στην υπόθεση της οποίας είχε επιληφθεί τότε, ότι, «στο παρόν στάδιο εξελίξεως του διεθνούς δικαίου εξακολουθεί να υφίσταται γενικώς παραδεδεγμένος κανόνας του δικαίου αυτού, σύμφωνα με τον οποίο ένα κράτος δεν δύναται να εναχθεί παραδεκτώς ενώπιον δικαστηρίου άλλου κράτους για αποζημίωση από κάθε είδους αδικοπραξία η οποία έλαβε χώρα στο έδαφος του forum και στην οποία εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο ένοπλες δυνάμεις του εναγόμενου κράτους, είτε σε καιρό πολέμου είτε σε καιρό ειρήνης», με αποτέλεσμα στην περίπτωση αυτή το εναγόμενο κράτος να απολαύει ετεροδικίας.

14      Κατά το άρθρο 100, παράγραφος 4, του ελληνικού Συντάγματος, οι εκδιδόμενες από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αποφάσεις είναι «αμετάκλητες». Εξάλλου, κατά το άρθρο 54, παράγραφος 1, του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, απόφασή του εκδοθείσα επί του ζητήματος αν κανόνας του διεθνούς δικαίου πρέπει να θεωρηθεί ως γενικώς παραδεδεγμένος «ισχύει έναντι πάντων», με αποτέλεσμα η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου επί αμφισβητήσεως ως προς τον χαρακτηρισμό συγκεκριμένου κανόνα του διεθνούς δικαίου ως γενικώς παραδεδεγμένου και η διατυπωθείσα με την εν λόγω απόφαση σχετική κρίση να δεσμεύουν όχι μόνον το δικαστήριο που εξέδωσε την παραπεμπτική προς το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο απόφαση ή τους διαδίκους που υπέβαλαν την αντίστοιχη αίτηση, αλλά και κάθε δικαστήριο ή όργανο της Ελληνικής Δημοκρατίας, ενώπιον του οποίου τίθεται το αυτό νομικό ζήτημα.

15      Κατόπιν επικλήσεως εκ μέρους των εφεσειόντων της κύριας δίκης της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ειδικότερα δε του άρθρου 5, σημεία 3 και 4, αυτής, διατάξεως η οποία, κατά την άποψή τους, κατάργησε το προνόμιο της ετεροδικίας των κρατών στις περιπτώσεις αδικοπραξιών τελεσθεισών στο έδαφος του κράτους του επιληφθέντος δικαστηρίου, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί, πάντως, επιφυλάξεις ως προς το αν η ασκηθείσα ενώπιόν του έφεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Συμβάσεως, υπογραμμίζοντας συναφώς ότι το αν συντρέχει περίπτωση προνομίου ετεροδικίας υπέρ του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου Δημοσίου και αν, συνακόλουθα, στερούνται δικαιοδοσίας τα ελληνικά δικαστήρια να εκδικάσουν διαφορά όπως αυτή της οποίας επελήφθη το αιτούν δικαστήριο εξαρτώνται από την απάντηση σε αμφισβητούμενα νομικά ζητήματα.

16  Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Εφετείο Πατρών ανέστειλε τη δίκη και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)   Υπάγονται στο κατ’ άρθρο 1 ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών οι αγωγές αποζημιώσεως που ασκούνται από φυσικά πρόσωπα κατά συμβαλλόμενου κράτους ως αστικώς υπευθύνου για πράξεις ή παραλείψεις των ενόπλων δυνάμεών του, εφόσον οι εν λόγω πράξεις και παραλείψεις επισυνέβησαν κατά τη διάρκεια στρατιωτικής κατοχής του κράτους κατοικίας των εναγόντων, κατόπιν επιθετικού πολέμου εκ μέρους του εναγομένου, και βρίσκονται σε κατάφωρη αντίθεση με το δίκαιο του πολέμου, δυνάμεν[ες] να θεωρηθούν και ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος;

2)  Συμβιβάζεται με το σύστημα της Συμβάσεως των Βρυξελλών η εκ μέρους του εναγομένου κράτους προβολή της ενστάσεως ετεροδικίας, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, να εξουδετερώνεται η εφαρμογή της Συμβάσεως καθ’ εαυτήν και μάλιστα για πράξεις και παραλείψεις των ενόπλων δυνάμεων του εναγομένου που επισυνέβησαν πριν από την ισχύ της Συμβάσεως αυτής, ήτοι κατά τα έτη 1941-1944;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

27      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν αν το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει την έννοια ότι εμπίπτει στις κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως «αστικές υποθέσεις» αγωγή ασκηθείσα εκ μέρους φυσικών προσώπων εντός συμβαλλόμενου κράτους κατ’ άλλου συμβαλλόμενου κράτους και σκοπούσα στην επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω της ζημίας που υπέστησαν οι έλκοντες δικαιώματα εκ των θυμάτων από ενέργειες των ενόπλων δυνάμεων στο πλαίσιο πολεμικών επιχειρήσεων στο έδαφος του πρώτου κράτους.

28      Επιβάλλεται προκαταρκτικώς η διαπίστωση ότι, μολονότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, αυτής, η Σύμβαση των Βρυξελλών θέτει την αρχή σύμφωνα με την οποία το πεδίο εφαρμογής της περιορίζεται στις «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», δεν προσδιορίζει ούτε το περιεχόμενο ούτε την έκταση εφαρμογής τής εν λόγω εννοίας.

29      Συναφώς, προέχει να υπομνησθεί ότι, προς διασφάλιση, κατά το μέτρο του δυνατού, της ισότητας και ομοιομορφίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Σύμβαση των Βρυξελλών για τα συμβαλλόμενα κράτη και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, οι όροι της εν λόγω διατάξεως δεν πρέπει να ερμηνεύονται διά της απλής παραπομπής στο εσωτερικό δίκαιο του ενός ή του ετέρου των οικείων κρατών. Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» πρέπει να θεωρείται αυτοτελής, ερμηνευτέα σε συνάρτηση, αφενός, προς τους σκοπούς και το σύστημα της Συμβάσεως και, αφετέρου, προς τις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 1976, 29/76, LTU, Συλλογή τόμος 1976, σ. 577, σκέψεις 3 και 5· της 16ης Δεκεμβρίου 1980, 814/79, Rüffer, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 493, σκέψη 7· της 14ης Νοεμβρίου 2002, C‑271/00, Baten, Συλλογή 2002, σ. I-10489, σκέψη 28· της 15ης Μαΐου 2003, C-266/01, Préservatrice foncière TIARD, Συλλογή 2003, σ. I‑4867, σκέψη 20, και της 18ης Μαΐου 2006, C-343/04, ČEZ, Συλλογή 2006, σ. I-4557, σκέψη 22).

30      Κατά το Δικαστήριο, η ερμηνεία αυτή επάγεται τον αποκλεισμό ορισμένων αγωγών ή δικαστικών αποφάσεων από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών λόγω στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη φύση των εννόμων σχέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων στη διαφορά διαδίκων ή του αντικειμένου αυτής (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις LTU, σκέψη 4· Rüffer, σκέψη 14· Baten, σκέψη 29· Préservatrice foncière TIARD, σκέψη 21· ČEZ, σκέψη 22, και την απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2002, C-167/00, Henkel, Συλλογή 2002, σ. I-8111, σκέψη 29).

31      Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι, καίτοι ορισμένες διαφορές μεταξύ δημόσιας αρχής και προσώπου ιδιωτικού δικαίου εμπίπτουν ενδεχομένως στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών, τούτο δεν ισχύει οσάκις η δημόσια αρχή ενεργεί κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις LTU, σκέψη 4· Rüffer, σκέψη 8· Henkel, σκέψη 26· Baten, σκέψη 30· Préservatrice foncière TIARD, σκέψη 22, και την απόφαση της 21ης Απριλίου 1993, C-172/91, Sonntag, Συλλογή 1993, σ. I‑1963, σκέψη 20).

32      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατ’ εφαρμογή της ανωτέρω αρχής, ότι εθνικός ή διεθνής οργανισμός δημόσιου δικαίου, επιδιώκων την είσπραξη τελών οφειλομένων από πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου λόγω της χρήσεως των εγκαταστάσεων και των υπηρεσιών του οργανισμού, ενεργεί κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας ειδικότερα οσάκις η σχετική χρήση είναι υποχρεωτική και αποκλειστική, ο δε συντελεστής των τελών, ο τρόπος υπολογισμού τους και οι διαδικασίες εισπράξεως καθορίζονται μονομερώς έναντι των χρηστών (προπαρατεθείσα απόφαση LTU, σκέψη 4).

33      Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι στην κατά το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως των Βρυξελλών έννοια των «αστικών και εμπορικών υποθέσεων» δεν περιλαμβάνεται διαφορά μεταξύ του Δημοσίου ως διαχειριστή δημόσιων πλωτών οδών και του κατά νόμον υπευθύνου προς είσπραξη των συνδεομένων με την ανέλκυση ναυαγίου δαπανών, ανέλκυση στην οποία προέβη ο εν λόγω διαχειριστής ή την οποία ανέθεσε σε τρίτον, σε εκτέλεση διεθνούς υποχρεώσεώς του, κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (προπαρατεθείσα απόφαση Rüffer, σκέψεις 9 και 16).

34      Πράγματι, παρόμοιας φύσεως αμφισβητήσεις συνιστούν εκδήλωση προνομιών δημόσιας εξουσίας εκ μέρους του ενός των διαδίκων λόγω της εκ μέρους του ασκήσεως υπέρμετρων εξουσιών έναντι των εφαρμοζομένων στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνων του κοινού δικαίου (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις Sonntag, σκέψη 22· Henkel, σκέψη 30· Préservatrice foncière TIARD, σκέψη 30, και απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2004, C-265/02, Frahuil, Συλλογή 2004, σ. I‑1543, σκέψη 21).

35      Παρόμοια εκτίμηση επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όταν πρόκειται για διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης.

36      Πράγματι, η αγωγή αποζημιώσεως που άσκησαν οι νυν εφεσείοντες της κύριας δίκης κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας είναι απόρροια των επιχειρήσεων που διεξήγαγαν ένοπλες δυνάμεις κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου.

37      Όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 54 έως 56 των προτάσεών του, ουδεμία υφίσταται αμφιβολία ότι επιχειρήσεις διεξαγόμενες από ένοπλες δυνάμεις συνιστούν μία εκ των χαρακτηριστικών εκφράσεων της κρατικής κυριαρχίας, ιδίως όταν αποφασίζονται μονομερώς και υποχρεωτικώς εκ μέρους των αρμόδιων δημόσιων αρχών και εμφανίζονται ως αρρήκτως συνδεόμενες με την εξωτερική και αμυντική πολιτική των κρατών.

38      Εξ αυτού έπεται ότι πράξεις όπως αυτές στις οποίες οφείλεται η προβαλλόμενη από τους εφεσείοντες της κύριας δίκης ζημία και, συνακόλουθα, η αγωγή αποζημιώσεως που άσκησαν οι τελευταίοι ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων πρέπει να θεωρούνται ως αποτέλεσμα εκδηλώσεως δημόσιας εξουσίας εκ μέρους του οικείου κράτους κατά τον χρόνο διαπράξεώς τους.

39      Υπό το φως της παρατεθείσας στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως νομολογίας, ένδικη αξίωση όπως η προβληθείσα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου δεν εμπίπτει κατά συνέπεια στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, αυτής.

40      Μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από την αναπτυχθείσα ειδικότερα εκ μέρους των εφεσειόντων της κύριας δίκης επιχειρηματολογία, σύμφωνα με την οποία, αφενός, η αγωγή που αυτοί άσκησαν ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ερμηνεύεται ως αναγνωριστική αγωγή της αστικής ευθύνης του εν λόγω κράτους μέλους, η οποία καλύπτεται άλλωστε από το άρθρο 5, σημεία 3 και 4, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, αφετέρου δε, οι τελεσθείσες jure imperii πράξεις δεν περιλαμβάνουν τις έκνομες ενέργειες ή αδικοπραξίες.

41      Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι ο ενάγων ενεργεί βάσει αξιώσεως πηγάζουσας από πράξη δημόσιας εξουσίας αρκεί για να θεωρηθεί ότι η αγωγή του αποκλείεται, ανεξάρτητα από τη φύση της διαδικασίας που του παρέχει προς τούτο το εθνικό δίκαιο, από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Rüffer, σκέψεις 13 και 15). Στερείται επομένως οποιασδήποτε σημασίας το γεγονός ότι η ασκηθείσα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου έφεση περιβάλλεται τον μανδύα αστικής υποθέσεως, υπό την έννοια ότι σκοπεί στην επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω της υλικής ζημίας και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ενάγοντες και νυν εφεσείοντες της κύριας δίκης.

42      Ακολούθως, η παραπομπή στους περί διεθνούς δικαιοδοσίας κανόνες που προβλέπονται ειδικότερα στο άρθρο 5, σημεία 3 και 4, της Συμβάσεως των Βρυξελλών δεν ασκεί επιρροή, δοθέντος ότι το ερώτημα αν τυγχάνει αυτή εφαρμογής στη διαφορά της κύριας δίκης συνιστά λογικώς προτασσόμενο ζήτημα το οποίο, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως όπως εν προκειμένω, απαλλάσσει το επιληφθέν δικαστήριο από οποιαδήποτε ερμηνεία των προβλεπομένων από την εν λόγω σύμβαση ουσιαστικών κανόνων.

43      Τέλος, το ζήτημα του νόμιμου ή μη χαρακτήρα των πράξεων δημόσιας εξουσίας, οι οποίες συνιστούν το θεμέλιο της αγωγής και νυν εφέσεως της κύριας δίκης, αφορούν τη φύση των εν λόγω πράξεων και όχι το καθ’ ύλην πεδίο στο οποίο αυτές εμπίπτουν. Αφ’ ής στιγμής το συγκεκριμένο καθ’ ύλην πεδίο πρέπει να θεωρηθεί ως μη εμπίπτον στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών, ο παράνομος χαρακτήρας παρόμοιων πράξεων δεν δικαιολογεί διαφορετική ερμηνεία.

44      Επιπλέον, η υποστηριζόμενη συναφώς από τους εφεσείοντες της κύριας δίκης θέση θα ήταν ικανή, αν γινόταν δεκτή, να θέσει προκαταρκτικά ζητήματα ουσίας πριν καν καταστεί εφικτό να προσδιοριστεί με βεβαιότητα το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Παρόμοιες δυσχέρειες θα ήσαν ασφαλώς ασυμβίβαστες με την οικονομία και τον σκοπό της Συμβάσεως, η οποία –όπως προκύπτει από το προοίμιό της καθώς και από την έκθεση Jenard σχετικά με τη Σύμβαση των Βρυξελλών (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29)– εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη που επιδεικνύουν τα συμβαλλόμενα κράτη έναντι των νομικών συστημάτων τους και των δικαιοδοτικών οργάνων τους και σκοπεί στην κατοχύρωση της ασφαλείας δικαίου, προβλέποντας ενιαίους κανόνες σε θέματα συγκρούσεως δικαιοδοσιών στον τομέα του αστικού και εμπορικού δικαίου, καθώς και στην απλούστευση των διατυπώσεων προς ταχεία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδουν τα συμβαλλόμενα κράτη.

45      Εξάλλου, στον ίδιο τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, ο κανονισμός (ΕΚ) 805/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις (EE L 143, σ. 15), ο οποίος προβλέπει επίσης στο άρθρο 2, παράγραφος 1, αυτού ότι τυγχάνει εφαρμογής «σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», διευκρινίζει, στην ίδια διάταξη, ότι «δεν καλύπτει […] την ευθύνη του κράτους για πράξεις και παραλείψεις κατά την άσκηση της [δημόσιας] εξουσίας (“acta iure imperii”)», χωρίς να διακρίνει συναφώς ανάλογα με τη νομική φύση ή όχι των εν λόγω πράξεων ή παραλείψεων. Το ίδιο ισχύει με το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (ΕΕ L 399, σ. 1).

46      Υπό το φως του συνόλου των προηγηθεισών σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως των Βρυξελλών έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτει στην κατά την ανωτέρω διάταξη έννοια των «αστικών υποθέσεων» αγωγή ασκούμενη από φυσικά πρόσωπα εντός συμβαλλόμενου κράτους κατ’ άλλου συμβαλλόμενου κράτους και σκοπούσα στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι έλκοντες δικαιώματα εκ των θυμάτων των ενεργειών ενόπλων δυνάμεων στο πλαίσιο πολεμικών επιχειρήσεων επί του εδάφους του πρώτου κράτους.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

47      Κατόπιν της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο.

Επί των δικαστικών εξόδων

48      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πέραν αυτών των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως τροποποιήθηκε με τη Σύμβαση της 9ης Οκτωβρίου 1978 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, με τη Σύμβαση της 25ης Οκτωβρίου 1982 για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και με τη Σύμβαση της 26ης Μαΐου 1989 για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτει στην κατά την ανωτέρω διάταξη έννοια των «αστικών υποθέσεων» αγωγή ασκούμενη από φυσικά πρόσωπα εντός συμβαλλόμενου κράτους κατ’ άλλου συμβαλλόμενου κράτους και σκοπούσα στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι έλκοντες δικαιώματα εκ των θυμάτων των ενεργειών ενόπλων δυνάμεων στο πλαίσιο πολεμικών επιχειρήσεων επί του εδάφους του πρώτου κράτους.

 

Προ ετών , είχα την τιμή να συναντηθώ  και να συζητήσω με τον εμβληματικό Διστομίτη ΑΡΓΥΡΗ ΣΦΟΥΝΤΟΥΡΗ.

 

Ο Αργύρης Σφουντούρης,  εζησε πολλά χρόνια σαν επαγγελματίας στην Γερμανία.

Μου είπε , ότι πριν ξεκινήσουν στην Ελλάδα να ασκούνται αγωγές κατα του  Γερμανικού Δημοσίου, είχε ασκησει αυτός και οι δύο αδελφές του , θυμάτα του Διστόμου , ίδια αγωγή στα Γερμανικά Δικαστηρία, τα οποία όμως  αποφάνθηκαν οτι αρμόδια ειναι τα Ελληνικά Δικαστηρια. ( no coments).

Σήμερα , 75 χρόνια μετά την καταστροφή , υπάρχουν και πολλά άλλα καίρια ερωτηματικά ,που πρέπει καθένας που ασχολείται να  βάλει στο τραπέζι , ωστε να ενθαρύνει ή να αποθαρύνει τους απογόνους των θυμάτων , να διεκδικήσουν δικαστικά αποζημιώσεις .

Και εγώ καλέ μου συμφοιτητή συμφωνώ σ αυτά που διδαχτήκαμε, ότι το να μην ξεχνάμε και να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα των θυμάτων του γερμανικού στρατού κατοχής είναι αποστολή, η οποία υπηρετεί όχι μόνον τα εθνικά δίκαια των Ελλήνων αλλά και την έννομη τάξη και τον πολιτισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όμως το θέμα είναι οτι η έννομη τάξη και ο πολιτισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης μας προσκαλεί να ασκήσουμε τα δικαιώματά μαςστα Γερμανικά Δικαστήρια, όπερ εν τοις πράγμασι πολλαπλώς αδύνατον.

 

ΤΑΚΗΣ Ι. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

ΔΗΜΟΤΗΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ

 

Ο Τάκης Χριστοδούλου, είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Ασκεί μάχιμη και συμβουλευτική δικηγορία από το 1977.

 

 

 

Προσθήκη νέου σχολίου

Το περιεχόμενο αυτού του πεδίου παραμένει ιδιωτικό και δε θα εμφανίζεται δημόσια.
  • Επιτρεπόμενες ετικέτες HTML: <a href hreflang> <em> <strong> <cite> <blockquote cite> <code> <ul type> <ol start type> <li> <dl> <dt> <dd> <h2 id> <h3 id> <h4 id> <h5 id> <h6 id>
  • Αυτόματες αλλαγές γραμμών και παραγράφων.
  • Οι διευθύνσεις ιστοσελίδων και οι διευθύνσεις email μετετρέπονται σε συνδέσμους αυτόματα.
CAPTCHA
5 + 0 =
Solve this simple math problem and enter the result. E.g. for 1+3, enter 4.